λάγνος

λάγνος
-α, -ο
φιλήδονος, ακόλαστος: Τον σαγήνευσε με τη λάγνα της ματιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λάγνος — lecherous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • λαγνότερον — λάγνος lecherous adverbial comp λάγνος lecherous masc acc comp sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνότατα — λάγνος lecherous adverbial superl λάγνος lecherous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνότατον — λάγνος lecherous masc acc superl sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνον — λάγνος lecherous masc acc sg λάγνος lecherous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνων — λάγνος lecherous fem gen pl λάγνος lecherous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάγνως — λάγνος lecherous adverbial λάγνος lecherous masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνοτάτοις — λάγνος lecherous masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγνότατοι — λάγνος lecherous masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”